- χερομάχος
- ο1) трудящийся человек; 2) крестьянин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χερομάχος — ο, Ν βλ. χειρομάχος … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
χειρομάχος — ο, θηλ. χειρομάχισσα, ΝΜ, και χερομάχος Ν αυτός που ζει από την εργασία τών χεριών του, χειρώνακτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ναυ μάχος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.] … Dictionary of Greek
χερομαχώ — άω, Ν [χερομάχος] κάνω χειρωνακτική εργασία … Dictionary of Greek